- σκαιοσύνη
- σκαιότηςawkwardnessfem nom/voc sg (attic epic ionic)σκαιοσύνηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαιοσύνη — ἡ, Α [σκαιός] 1. έλλειψη ευγένειας και καλής διάθεσης στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, σκαιότητα 2. ανοησία, μωρία 3. ηθική διαστροφή … Dictionary of Greek
σκαιοσύναν — σκαιοσύνᾱν , σκαιότης awkwardness fem acc sg (doric aeolic) σκαιοσύνᾱν , σκαιοσύνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)